Τη γνώρισα την πρώτη μέρα που μπήκα στο Μεταπτυχιακό. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί όχι μόνο μπήκα στο Μεταπτυχιακό που ήθελα, αλλά το βρήκα και γεμάτο με πολύ καλά παιδιά, με δυνατές προσωπικότητες που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα σου έδιναν την εντύπωση ότι έχεις να μάθεις πολλά από αυτούς. Τη δική μου προσοχή τράβηξε όμως από την πρώτη στιγμή ένα όμορφο μελαχρινό πρόσωπο, συνεχώς χαμογελαστό, δυο υπέροχα μάτια που παρατηρούσαν τον κόσμο γύρω τους με θαυμασμό, αλλά που ένιωθες ότι κρύβουν μια ιδιαίτερη μελαγχολία. Όλα ήταν τέλεια πάνω της, ο τρόπος που περπάταγε, ο τρόπος που κοιτούσε, ο τρόπος που απεύθυνε το λόγο σε κάποιον, ακόμα και ο τρόπος που απολάμβανε την ενοχλητική συνήθεια του καπνίσματος.
Τις πρώτες 2-3 μέρες δίσταζα να πιάσω κουβέντα. Φοβόμουν πραγματικά μήπως πω κάτι που δεν της αρέσει, μήπως διαφωνήσουμε σε κάποιο θέμα και δεν μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα. Έβλεπα ότι μίλαγε με όλο τον κόσμο, όπως και εγώ με τους υπολοίπους και φαινόταν ότι απλά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε. Δε θυμάμαι αν τελικά εγώ ή αυτή μίλησε πρώτη ξέρω όμως ότι ήταν μια πολύ όμορφή στιγμή. Δειλά στην αρχή, πιο συγκροτημένα αργότερα προσπάθησα να την φέρω πιο κοντά μου με το χιούμορ (ένα πολύ καλό μηχανισμό σπασίματος του πάγου που έχω αναπτύξει για να καταπολεμήσω τη ντροπαλή μου φύση). Ανταποκρινόταν καλά, σε κάθε αστείο μου είχε μια αστεία απάντηση. Εγώ λόγω ακριβώς της προαναφερθείσας ντροπαλής μου φύσης προτιμούσα να της μιλάω μέσω chat, ήταν πιο εύκολο για μένα να εκφραστώ. Όμως, ορμώμενος από πράγματα που είχαν ειπωθεί στο chat συνέχιζα τη συζήτηση αυτοπροσώπως πριν και μετά το μάθημα, αλλά και πάλι προτιμούσα να μην έχει πολύ κόσμο μπροστά.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες οι συζητήσεις μας περιστράφηκαν γύρω από ταξίδια, ποίηση, μουσική, καθημερινή ζωή, μέχρι και δελτία ειδήσεων, σε πράγματα που φαινόταν να έχουμε μια ταύτιση απόψεων ή τουλάχιστον έναν αμοιβαίο σεβασμό. Εγώ προσπαθούσα όσο μπορώ να μην δείχνω ότι ενδιαφέρομαι, από φόβο μήπως καταταγώ αμέσως στην κατηγορία του φίλου. Αγωνιούσα παράλληλα και για τη στενή σχέση που είχε αναπτύξει με έναν άλλο συμφοιτητή, με τον οποίο ήταν σχεδόν συνέχεια μαζί, έκαναν συνέχεια πλάκα και γενικά μίλαγαν πολύ. Αφού όμως σιγουρεύτηκα ότι δεν τρέχει τίποτα, σκέφτηκα ότι ίσως πρέπει να κάνω το πρώτο βήμα.
Ένα βράδυ που είχαμε βγει κάποια παιδιά για φαγητό και μετράγαμε ποίοι έχουν σχέσεις και ποίοι όχι, αυτή απάντησε ότι είναι ελεύθερη. Τότε άδραξα την ευκαιρία και την άλλη μέρα, μετά από αρκετές περιστροφές και υπεκφυγές της είπα να βγούμε. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή. Με ρωτάει «ως φίλοι ή κάτι άλλο» και της λέω μίσο-αστεία «αν ήταν ως φίλοι θα σου έκανα τέτοιο πρόλογο;» Ναι το παραδέχομαι ήταν λίγο χαζή ατάκα, αλλά μόνο αυτή μπόρεσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή. Την παρατεταμένη σιωπή της ακολούθησε ένα «ε, ξέρεις, πραγματικά είσαι πολύ καλό παιδί, αλλά …είμαι σε άλλη φάση». Έχω μισήσει από τότε αυτή τη φράση «είμαι σε άλλη φάση». Συνοπτικά μου έδωσε να καταλάβω ότι προσπαθούσε να επανασυνδεθεί με τον πρώην της, με τον οποίο είχε χωρίσει 6 μήνες πριν, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να τον σκέφτεται. Μου είπε ότι θέλει να είμαστε φίλοι και της είπα ότι «θα παίξω το ρόλο του φίλου, αφού δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο». Μετά από μερικές μέρες πήγαμε για φιλικό καφέ, σαν να μην έτρεχε τίποτα και μου ανακοίνωσε ότι ήταν ξανά μαζί με το παιδί.
Από εκεί και πέρα άρχισε μια άσχημη κατάσταση. Συνεχώς μίλαγε στο κινητό της με το αγόρι της, όπου και να ήταν, ξέροντας ότι κάθομαι δίπλα, ξέροντας ότι τη γουστάρω, επαναλάμβανε πάντα αυτή την ηλίθια φράση «μωρό μου» σε ό,τι και αν έλεγε. Εγώ μετά βίας μπορούσα να κρατήσω μερικές φορές την ψυχραιμία μου. Προσπαθούσα να απομακρύνομαι όταν χτύπαγε το τηλέφωνό της γιατί ήξερα ότι θα είναι αυτός. Μίλαγε συνέχεια για αυτόν. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ το παιδί, αλλά δεν ένιωθα καλά με όλο αυτό. Επειδή κάναμε πλάκα για πολλά θέματα κάποιες φορές τις έκανα πλάκα και για αυτό και μερικές φορές το έπαιρνε καλά, μέχρι που άρχισε να στραβώνει. Το ομολογώ, δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου και οι πλάκες μου γίνονταν πιο σκληρές και πιο προσωπικές. Αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε, κάτι που έλεγα στον εαυτό μου ότι ήθελα, αλλά στην πραγματικότητα αισθανόμουν άσχημα. Αποκορύφωμα ήταν όταν δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε εγκαίρως μια παρουσίαση που είχαμε μαζί με κάτι άλλα παιδιά σε ομάδα, γιατί έχασε χρόνο μιλώντας στο τηλέφωνο με το παιδί και ο καθηγητής μας έκανε απροειδοποίητη εξέταση. Τότε φλιπάρισα και άρχισα να της φωνάζω μπροστά σε όλα τα άλλα παιδιά της τάξης και στον καθηγητή, ρίχνοντας της το φταίξιμο για αυτό, με ακριβή αναφορά στο περιστατικό.
Το θέμα είναι ότι κάθε φορά που συνέβαινε κάτι, την άλλη μέρα ήταν σαν να μην έγινε, δε υπήρχε κακία από μέρους της, ίσα-ίσα που το χαμόγελο γινόταν κάθε μέρα και πλατύτερο. Αυτό με έκανε να την σκέφτομαι ακόμα περισσότερο. Την έβλεπα στον ύπνο μου, την έβλεπα σε κάθε μελαχρινή κοπέλα που συναντούσα στο δρόμο, φανταζόμουν πως θα ήταν να μου λέει γλυκόλογα, φανταζόμουν να δικαιολογώ τη συμπεριφορά μου και αυτή να είναι πάντα τόσο κατανοητική. Απλά, είχα «δαγκώσει τη λαμαρίνα». Ήταν όμως πια εμφανές σε όλους τι συνέβαινε και αργότερα έμαθα ότι ήταν και θέμα συζήτησης και (καλοπροαίρετου) σχολιασμού μεταξύ των παιδιών. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Αξιοσημείωτο είναι και ότι όταν τη σκεφτόμουν, το μόνο μέρος του σώματός της που μπορούσα να σκεφτώ ήταν το πρόσωπό της, τα βαθειά μαύρα μάτια της και το αγγελικό χαμόγελό της, κανένα από τα κλασσικά σημεία του γυναικείου σώματος που συνήθως σκέφτονται όσοι έχουν απλή σεξουαλική επιθυμία. Γιατί δεν ήταν ενστικτώδης σεξουαλική επιθυμία, ήταν βαθύτατος έρωτας, θαυμασμός της συνολικής ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι εξετάσεις του Ιουνίου ήταν πολύ δύσκολες, η ζέστη και τα ακαταλαβίστικα πράγματα που διαβάζαμε μας είχαν τσακίσει και περιμέναμε την τελευταία μέρα να πάμε όλοι μαζί για ποτό. Όταν τελειώσαμε μου είπε «εσύ θα έρθεις με το αμάξι του Σ.;», του αγοριού της που ήρθε να την πάρει. Ήταν να ανοίξει η Γη να με καταπιεί. Προφασίστηκα ότι είχα κανονίσει κάτι με τον κολλητό μου και την κοπέλα του που είχα να τους δω αρκετό καιρό λόγω εξεταστικής και έφυγα άρον-άρον. Εντάξει, δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση ότι κάποιος δεν κατάλαβε τον πραγματικό λόγο που έφυγα εκείνη τη μέρα. Ειλικρινά όμως το δηλώνω, δεν ήθελα να συναντήσω αυτό το παιδί, μπορεί να είναι το καλύτερο και πιο καλοσυνάτο άτομο του κόσμου και αν τον γνώριζα αλλιώς ίσως να ήμασταν και φίλοι, αλλά σε αυτό το σενάριο δεν ήθελα να τον δω. Τον ήξερα μόνο εμφανισιακά μέσω τρυφερών φωτογραφιών με τον άγγελό μου (άγγελό του μάλλον πρέπει να πω καλύτερα) στο Facebook και εκεί ήθελα να μείνει. Εκείνη την εποχή ανακάλυψα και άκουγα μετά μανίας και την αρχική εκδοχή ενός πολύ γλυκού τραγουδιού που μερικούς μήνες αργότερα διασκευάστηκε από γνωστό συγκρότημα και έγινε μεγάλη επιτυχία σε νεαρότερες ηλικίες και σε κλαμπ, κάτι που με απώθησε από το να το ξανακούσω, ακόμα και στην όμορφη αρχική εκδοχή που είχα αγαπήσει (τέλειο για soundtrack στην αρχική εκδοχή, αν πάρετε τα δικαιώματα).
Από τότε μέχρι σήμερα οι τυχαίες συναντήσεις μας ήταν ψυχρές, εκτός από την τελευταία φορά πριν από μερικές βδομάδες που μου μίλησε πρώτη αυτή και μετά συζητήσαμε για άλλη μια φορά σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Ο γλυκός μου άγγελος, δεν μπορεί να κρατήσει κακία σε κανέναν, δεν έχει κακό μέσα της. Είναι ένας από τους πολλούς λόγους που δεν μπορώ να την ξεχάσω, δε μπορώ να σταματήσω να την σκέφτομαι μέχρι σήμερα (αν και ευτυχώς όλο και λιγότερο). Αυτό το κορίτσι έχει μέσα της το φως που μπορεί να φωτίσει τον κόσμο, αγνή καλοσύνη, πραγματικά είναι ένας άγγελος που κατέβηκε στη Γη, που έστειλε ο Θεός για να την κάνει λίγο πιο όμορφη. Είναι ακόμα με το ίδιο παιδί, πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη από ποτέ, και της αξίζει να είναι ευτυχισμένη.
Αν θεωρείτε ότι τα συναισθήματα που ένιωσα για αυτή είναι τόσο δυνατά που και σε εμένα αξίζει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας και ένα happy end, τότε θα ήμουν παραπάνω από ευγνώμων να δω αυτό που πέρασα πολλές μοναχικές μέρες να φαντάζομαι να γίνεται πράξη: Να είμαστε μαζί.