Η δική μου ιστορία ξεκίνησε πρίν πολλά χρόνια. Είμασταν στο σχολείο. Εγώ Τρίτη λυκείου εκείνη Δευτέρα. Την έβλεπα απ᾽το παράθυρο της τάξης μου που κάθε φορά ξεπρόβαλε στη πόρτα της τάξης της που έβλεπε στο προαύλιο. Έβγαινε δειλά ίσα ίσα να αντικρύσει λίγο τον ήλιο. Έμοιαζε σαν ένα μικρό περιστεράκι γιατί φορούσε συνέχεια άσπρα. Στην αρχή την μισούσα. Νόμιζα πώς κοροίδευε έναν φίλο μου ο οποίος την ήθελε. Δέν ξέρω γιατί, αλλά παρά την απέχθεια που της είχα, ήξερα πώς εμείς οι δύο θα καταλήγαμε μαζί. Ήταν ντροπαλό και άβγαλτο κορίτσι. Δύο στοιχεία της που στα μάτια μου την έκαναν να φαντάζει ακόμα πιό αγνή.
Πέρασε λίγος καιρός και ξεπεράσαμε το στάδιο της απέχθειας καθώς ήτανε κάτι που τρέφαμε αμφότεροι. Περάσαμε λοιπόν στο στάδιο της παρέας. Όποτε την έβλεπα έτρεμε η καρδιά μου. Ναι την είχα ερωτευτεί. Στα μάτια μου έμοιαζε σαν άγγελος. Περνούσα ώρες ατελείωτες να την σκέφτομαι. Αφού λοιπόν εξακρίβωσα πώς ο φίλος μου δέν την ήθελε πιά έκανα το πρώτο βήμα. Της χάρισα τότε τον δίσκο του Ρόκκου με αφιέρωση το τραγούδι ᾽Ξέρω ένα παιδί που κάθε βράδυ κλαίει᾽το οποίο και έμελε να παραμείνει το τραγούδι μας μέχρι και σήμερα. Θυμάμαι το πρώτο μας φιλί έξω απ᾽το σπίτι της γιαγιάς της όπου ξαφνικά αφού φιληθήκαμε έφυγα. Δέν ξέρω γιατί. Ήταν σαν να με είχε χτυπήσει απότομα ένα κύμα. Θυμάμαι ακόμα την κάθε στιγμή σαν να ήταν χτές. Την αμηχανία, την σιωπή και τη δύναμη που χρειάστηκε για να ενώσουμε αυτά τα χείλη.
Δέν ξέρω πώς κάτι τόσο όμορφο, μπορεί στη συνέχεια να καταντήσει ένα βάσανο. Μια ταλαιπωρία. Ένας παράδεισος και μία κόλαση ταυτόχρονα. Μου ζήτησε να χωρίσουμε για ασήμαντο λόγο. Εγώ συνέχισα και ξανά και ξανά επαναλαμβανόταν η ίδια κατάσταση. Ήταν δύσκολος χαρακτήρας αλλά ποτέ δέν το έβαλα κάτω. Κάποια στιγμή τελείωσαν οι διακοπές του καλοκαιριού και έπρεπε να φύγω για σπουδές. Είχα περάσει σε άλλη σχολή και θα άλλαζε όλη μου η ζωή, άν δέν έπαιρνα την απόφαση να πάρω μεταγραφή για να είμαι κοντά της. Και το έκανα λοιπόν και ήμουν τόσο χαρούμενος και ένοιωθα τόσο τυχερός γιατί την ήθελα και με ήθελε. Είμασταν ερωτευμένοι. Παρὄλαυτα η κατάσταση συνεχιζόταν. Ήθελε να είμαστε μαζί αλλά έπρεπε και να χωρίσουμε για λόγους ασήμαντους για μένα αλλά σημαντικούς για αυτήν. Και αρχίσανε οι τρέλες και τα λουλούδια στα παράθυρα και τα σπρέι στους τοίχους να λένε σαγαπώ και τα σοκολατάκια λάκτα στα περβάζια και τα γράμματα και οι ατελείωτες ώρες κάτω απ᾽το σπίτι της. Και αυτά την κρατούσαν κοντά μου.
Είχε έρθει όμως και η ώρα να φύγω μακριά για πρακτική. Και ξαναγύρισα και βρήκα αλλού δουλειά πιό κοντά για να είμαστε μαζί και πάλι εγκατάλειψη. Ήταν δύσκολες τότε οι μέρες. Έπρεπε να προσαρμοστώ σε μιά δουλειά για την οποία λίγα ήξερα. Μετά ήρθε και το ατύχημα. Είχα τρακάρει με μηχανάκι πάνω στη στενοχώρια μου για ένα ακόμα χωρισμό μας. ´Ωσπου ένα βράδυ του καλοκαιριού μου ζήτησε να χωρίσουμε οριστικά αυτή τη φορά. Και δέν τη ξαναείδα τη Σοφία μου. Τη παιδική μου αγάπη που τόσο βαθειά κρατούσα. Συνέχισα να πηγαίνω σπίτι της και να κάθομαι μόνος μου στα σκαλιά και να κοιτάζω ένα κλειστό παράθυρο που κάποτε άνοιγε για μένα.
Δέν ξαναέμαθα κάτι γιἀυτήν μέχρι τη μέρα που αποφάσησα να της στείλω ένα γράμμα ένα χρόνο αργότερα. Ήμουν στο εξωτερικό και ήθελα απλά να ξέρει πώς παρά το ότι και άν έγινε μεταξύ μας εγώ τη νοιαζόμουν και αν ποτέ με χρειαζόταν θα ήμουν εκεί. Και απάντησε με μύνημα. Δέν πίστευα ότι θα ξανασμίξουμε αλλά είχα ηρεμήσει. Όταν γύρισα ελλάδα πήγα να την βρώ εκεί που σπούδαζε μαζί με έναν φίλο μου. Ήταν φοιτήτρια παιδαγωγικού πια. Έβαλε τον φίλο μου να μας τα ξαναβρεί. Την ώρα που το άκουσα οδηγούσα. Φρενάρησα απότομα και απέμεινα στη μέση της εθνικής να αναρωτιέμαι τί είχε συμβεί. Μετά από τόσα ήθελε να μαστε πάλι μαζί. Ανάμικτα συναισθήματα με κατέκλυαν. Είχα πάθει σόκ. Έν τέλει άν και με κάθε επιφύλαξη δέχτηκα. Και ξεκίνησε ένα παραμύθι που κράτησε δύο χρόνια. Εγώ συνέχιζα τις σπουδές μου εκεί κοντά και την έβλεπα συχνά. Είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Δέν είχε αλλάξει σαν χαρακτήρας ευτυχώς όμως πολλά που μας εμπόδιζαν στο παρελθόν είχαν φύγει απ᾽τη μέση. Ήταν η εποχή που δημιουργήθηκαν μέσα μας βαθειά συναισθήματα. Ο έρωτας μας μεγάλωνε. Κάναμε σχέδια και όνειρα για το αύριο κάτω απ᾽τον ίδιο ουρανό. Δέν πίστευα πώς θα ερχόταν ή πώς θα άφηνα άλλη γυναίκα να μπεί στη ζωή μου. Ζούσα σε έναν άλλο κόσμο. Τον κόσμο που είχα πλάσει για μάς. Αρκετές φορές τραβούσαμε το σχοινί και οι δυό και είχαμε χωρίσει μερικές φορές αλλά αυτό που υπήρχε μεταξύ μας ήταν πολύ δυνατό. Τέλειωσα τις σπουδές μου και έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό για δουλειά. Υποσχέσεις αληθινές πώς θα γυρίσω γρήγορα και η λέξη σαγαπώ έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κουβέντες μας. Και εν τέλει έφυγα και ήμουν τόσο στεναχωρημένος που τελικά τα θαλάσσωσα. Άλλαξα δουλειά και συνέχισα.
Μετά από λίγους μήνες, τον δεκέμβρη του 2007 βρισκόμουν στον Άγιο Μαρτίνο στην Καραιβική. Περπατούσα σε ένα δρόμο γεμάτο χρυσοχοεία. Στο μυαλό μου ήρθε η Σοφία. Ήθελα να την ζητήσω και είχα βρεί ένα δαχτυλίδι που μόνο σε εκείνη θα άρμοζε. Στα 21 μου λοιπόν έκατσα και αναρωτήθηκα πόσο σίγουρος ήμουν γιἀυτο. Ήθελα μιά ζωή ήρεμη και γεμάτη ευτυχία χωρίς τσακωμούς. Ήθελα λοιπόν να κάνει για μένα μιά φορά αυτό που έκανα γι᾽αυτήν τόσες. Της ζήτησα λοιπόν να χωρίσουμε χωρίς λόγο. Τα mail που μου έστελνε δέν με καθυσήχαζαν. Και έτσι ξαναχωρίσαμε. Αργότερα έμαθα πώς υπήρχε ένα mail που δέν έλαβα ποτέ και με το οποίο συμφωνούσε. Τελευταία της λέξη ήταν σαγαπώ.
Από τότε άλλαξε η ζωή μου. Δέν μπορούσα να βρώ νόημα σε τίποτα. Έκανα σχέσεις εφήμερες και όσες πηγαίνανε καλά τις κατέστρεφα. Οποιαδήποτε απειλούσε την ανάμνηση της την εξαφάνιζα. Ένοιωθα προδομένος αλλά συνέχιζα να την κρατάω μέσα μου. Δέν μπορούσα να το δεχτώ. Μία πρώην μου κάποτε γύρισε και μου πε πώς πρέπει να την αγαπούσα ακόμα πολύ αυτή τη Σοφία. Δέν ξέρω πού το κατάλαβε αλλά σίγουρα κάτι πάνω μου θα το έδειχνε.
Όλα τα σύγκρινα με αυτήν και ήταν απ᾽τις πιό συχνές κουβέντες που αντάλαζα με τους φίλους μου. Είχα αρχίσει να δουλεύω σκληρά για να επανορθώσω για τα λάθη του παρελθόντος. Αυτά που είχα κάνει για να είμαστε μαζί τότε. Ερχόντουσαν όμως και βραδυές που βυθισμένος στη σκέψεις μου ανησυχούσα για το πού μπορεί να είναι, τί να κάνει και άν είναι καλά.
Περνούσε ο καιρός αλλά όχι και ο συλλογισμός της. Προσπαθούσα να την βρώ αλλά είχε αλλάξει τηλέφωνο και δέν είχαμε κοινά σημεία επαφής. Ούτε μπορούσα και να πάω σπίτι της. Και άν είχε φτιάξει τη ζωή της; Και άν υπήρχε κάποιος άλλος; Εν τέλει το 2010 και χάρι στον δαίμονα του διαδικτύου την ξαναβρήκα. Όλα μέσα μου ζωντάνεψαν πάλι. Μιλήσαμε και αρχίσαμε να βαδίζουμε τον δρόμο της φιλίας. Μα γίνεται αυτό; Και όμως εμείς το κάναμε και το τηρήσαμε για δύο χρόνια. Εγώ έφευγα, γυρνούσα αλλά πάντα ενδιαφερόμουνα γιἀυτην. Είχα ηρεμήσει πάλι. Είχε πάψει να στοιχειώνει τις σκέψεις μου. Όλα πήγαιναν καλά ώσπου φέτο χρειάστηκε να παραμείνω ελλάδα για οχτώ μήνες. Περνούσα τέλεια αλλά είχα κουραστεί απ᾽τις εφήμερες καταστάσεις. Με τη Σοφία βρισκόμασταν συχνά και συζητούσαμε τα πάντα. Ζήλευα όταν μιλούσε για κάποιον και στεναχωριόμουν όταν μου εξιστορούσε τις άτυχες σχέσεις που είχε μετά από μένα. Η Σοφία μου δέν είχε πέσει σε καλά χέρια. Η παιδική μου αγάπη δέν είχε βρεί κάτι αντάξιο. Γιατί αυτή που είχα αγαπήσει και αγαπούσα ακόμα να βρίσκεται μακριά μου και να περιπλανιέται σε ξένες αγκαλιές χωρίς νόημα. Αυτά και άλλα πολλά με οδήγησαν μιά τρελή νύχτα να της ζητήσω να ξαναείμαστε μαζί. Εκείνη στην αρχή εξεπλάγειν. Δέν το πίστευε. Δέν ήθελε να ξαναείμαστε μαζί και απορούσε πώς μου είχε έρθει αυτό. Ζήτησα συγνώμη και όλα καλά.
Την επόμενη μου ζήτησε να μιλήσουμε. Δεν μπορούσαμε νάμαστε μαζί λόγω της δουλειάς μου αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι χαλαρό μιάς και ήμουν γιαυτήν σημαντικός. Και αρχίσαμε να παίζουμε ένα επικύνδυνο παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που σε κάθε κίνηση ξεκλείδωνε όλο και περισσότερα πράγματα που βρισκόντουσαν καλά φυλαγμένα εδώ και καιρό. Το χαλαρό πήρε μεγάλες διαστάσεις. Έγινε μιά έκρηξη. Συσωρεύτηκαν όλα όσα είχαμε στερηθεί ο ένας απ᾽τον άλλο τόσα χρόνια που δεν είμασταν μαζί. Είχαν παραμείνει όλα αναλοιώτα. Η μορφή της, τα χάδια, τα φιλιά, οι αγκαλιές, τα λόγια. Σάν να μήν είχε περάσει ούτε μία μέρα. Και πίστευα ακόμα περισσότερο πώς αυτός ο άνθρωπος πλάστηκε για μένα. Κάποτε είχα αμφιβολίες αλλά τώρα ήμουν σίγουρος. Δέν μπορώ χωρίς εσένα, σαγαπώ, ήσουν και θα είσαι μοναδικός, είναι μερικές απ᾽τις λέξεις που τώρα πιά με τυρανάνε σαν ερινύες στα όνειρα μου. Η ζήλεια συνεχιζόταν. Πάντα ανακάτευε το παρελθόν και αναζητούσε φανταστικές παράνομες σχέσεις μου. Τώρα πιά διαπίστωνα πώς σαν άνθρωποι είμασταν διαφορετικοί αλλά εφὄσον παραμέναμε μαζί αυτό που είχαμε πρέπει ήταν πολύ δυνατό. Εγώ κοινωνικός, εκείνη εσωστρεφής. Και συνεχίζονταν οι τσακωμοί και εμείς τραβούσαμε το σκοινί. Μου ζητούσε να χωρίσουμε με το παραμικρό και πάντα πίστευε πώς δέν προσπαθούσα αρκετά. Και τότε εγώ εκνευριζόμουν και ερχόταν πάλι ο τσακωμός. Είχε αρχίσει να αλλάζει η ζωή μου. Δέν ήμουν πιά ο εαυτός μου και είχα παρατήσει αρκετά συνήθειες. Έκανα τα πάντα για να μήν δημιουργούνται προβλήματα μεταξύ μας. Δέν με πείραζε όμως. ᾽Πέντε λεπτά ευτυχίας μαζί σου μου είναι αρκετά᾽της έλεγα. Κάποια στιγμή θα βρούμε τη χρυσή τομή. Σαγαπάω και μαγαπάς. Τί άλλο χρειάζεται;᾽
Δυστυχώς η Σοφία δέν άντεξε. Μετά από ένα τσακωμό σηκώθηκα απλά και έφυγα. Μετά από αυτό δέν ήθελε να με ξαναδεί. Προσπάθησα να της εξηγήσω τη μπερδεμένη μας κατάσταση και πώς έπρεπε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε αλλά είχαμε φτάσει πιά σε σημεία που τα λόγια δεν είχαν ουσία. Ανένδοτη πλέον δέν ήθελε καμία επαφή. Ούτε να με ξέρει ούτε να με βλέπει. Με ένα τραγούδι του Ρόκκου ξεκινήσαμε λοιπόν και με το Ἐίμαι δικός σου᾽πάλι του Ρόκκου τελειώσαμε. Δέν ήθελε να βρεθούμε έστω για τελευταία φορά. Βιαζόταν γιατί είχε δουλειά και έπρεπε να φύγει.
Η αγάπη είναι το πιό δυνατό πράγμα στο κόσμο. Ενώνει τα πιό αταίριαστα και συγχωρεί τα ασυγχώρητα. Κάνει ανθρώπους να αλλαξοπιστούν, να ξεπερνάνε τα όρια τους ακόμα και να τερματίζουν τη ζωή τους. Πώς γίνεται λοιπόν όταν κάποιος σε αγαπάει να μπορεί να ζήσει μακριά σου; Πώς γίνεται να κουραστεί;
Δέν ξέρω πώς θα μπορέσεις να ξεχάσεις ότι έγινε μεταξύ μας. Πώς διαγράφεις τα πάντα για έναν εγωισμό και πώς δέν θυμάσαι όλα όσα έχουμε πεί. Τί ήμουνα για σένα. Πώς θα μπορέσεις να ζήσεις όσα ζήσαμε σε άλλη αγκαλιά και να κάνεις απ᾽την αρχή όνειρα και σχέδια με κάποιον άγνωστο και όχι μαυτόν που σε αγάπησε τόσο δυνατά ώστε να μήν υπολογίζει τίποτα και που θα συνεχίσει να σαγαπά. Πώς ξεχνάς το πρώτο μας φιλί.
Το μόνο που μου απέμεινε από εμάς είναι μιά παλιά φωτογραφία της, μιά σημείωση σε μιά ατζέντα να λέει σαγαπώ και ένα κουκουναράκι.Έτσι αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλο.