#59
Μια εικόνα, μια στιγμή ήταν αρκετή...
Μια εικόνα, μια στιγμή ήταν αρκετή για να σε ερωτευθώ... Ένας έρωτας που έχει μείνει χαραγμένος στην καρδιά μου...
Πολλές φορές νομίζουμε ότι κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, αλλά η κυρα-μοίρα έχει άλλα σχέδια για τον καθένα, άλλα με happy end και άλλα με όχι.
Ήμουν πιτσιρικάκι όταν με έστειλαν να διδάξω σε ένα ακριτικό νησί της Ελλάδας. Ήμουν μόνη μου ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους που με κοιτούσαν με καχυποψία.. Τι θέλει αυτή στο νησί μας έλεγαν, ποιά είναι και από που κρατάει η σκούφια της..Για πολύ καιρό δεν έβγαινα από το σπίτι μου παρά μόνο για να πάω στο σχολείο. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν τους, βαριόμουν να ακούω τα κουτσομολιά τους..Ήθελα απλά να περάσει η σχολική χρονιά και να επιστρέψω στη ζωή μου, στο σπίτι, στις παρέες μου..στην πραγματικότητα..Τι αστείο!!Πως είναι κάτι τέτοιο τόσο απλό; Μια ανοιξιάτικη μέρα χτυπά το τηλεφωνό μου:"Γεια σας κυρία μου, σας ενημερώνουμε ότι μετατίθεστε στο νομό Κυκλάδων για το επόμενο σχολικό έτος". Η ζωή μου θα έπρεπε να περιμένει άλλον ένα χρόνο, όμως γίνεται αυτό; Δε γίνεται...Η ζωή δεν περιμένει ποτέ κανένα..
Παρουσιάζομαι τέλη Ιούνη στην υπεροχη Σαντορίνη(τότε φαινόταν τόσο πολύ χάλια στα κλαμμένα μου μάτια). Φεύγω αυθημερών για να επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη για να γεμίσω τις μπαταρίες μου με τους φίλους μου. Το καλοκαίρι περνάει όμως τόσο γρήγορα...Κ ο Σεπτέμβρης φτάνει..Μαζεύω τα μπογαλάκια μου, τα χώνω στο μικρό αυτοκινητάκι μου και επιστρέφω για άλλη μια χρονιά βασανιστηρίων στο νησί, συνοδευόμενη από τη κολλητή μου, πρωταρχικός στόχος: εύρεση σπιτιού..ψάξαμε παντού, στο Καμάρι, στη Μεσσαριά, στο Ημεροβίγλι..τελικά καταλήξαμε να βρούμε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι με μια υπέροχη θέα στην Καλντέρα και το γαλάζιο πέλαγος χαλί στο μπαλκόνι μου..Ένα απογευματάκι ακούω μια φωνούλα να λέει: "Ε ψιτ, τι θα γίνει θα κατεβείς να πιούμε καφέ;"
Μου είχε πει ο σπιτονυκοκοίρης μου ότι στο ακριβώς απο κάτω σπίτι, έμενα μια κοπελίτσα, στρατιωτικός στο επάγγελμα από την Θεσσαλονίκη. Την είχαν στείλει και αυτή για να υπηρετήσει 4-5 χρόνια στο νησί. Και τότε μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια της ξανθιάς φίλης μου: "Πρέπει να είσαι ανοιχτή με τους ανθρώπους, να τους μιλάς, άσε τους να σε γνωρίσουν και να περάσεις όσο πιο καλά μπορείς"
"Κατεβαίνω.." απάντησα. Που να ήξερα ότι θα ήταν η αρχή όλων! Άρχισα να δικτυόνομαι σιγά- σιγά γνώριζα συναδέλφους εκαπιδευτικούς και η Νάντια μου γνώριζε δικούς της συναδέλφους.. Ωστόσο, όλη την ώρα άκουγα για τον αγαπημένο της φίλο, το Στάθη, τον οποίο δεν είχα καταφέρει να τον γνωρίσω ακόμα αφού τον είχαν στείλει σε ένα μικρό νησάκι κάπου στα Δωδεκάνησα..
Μια μέρα έρχεται περιχαρής η μικρή μου φιλενάδα και μου ανακοινώνει ότι ο αγαπημένος της φίλος θα έρθει να την επισκεφτεί για μια βδομάδα..
Το κυριακάτικο πρωίνο που ήρθε ο Στάθης στο νησί η Νάντια έπρεπε να πάει σε βαφτίσια και την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει βγήκα στο μπαλκόνι μου για να τη χαιρετήσω. Τότε είδα να ξεπροβάλει μια φατσούλα και να με χαιρετάει.."Γειά σου, είμαι ο Στάθης! Έχεις καλαμάκια να πιούμε κανένα καφέ, γιατί εδώ η φίλη σου δεν έχει τίποτα..."
Παίρνω τα καλαμάκια και κατεβαίνω στο σπίτι της φίλης μου, τι στο καλό να μην τον περιποιηθούμε τον άνθρωπο; Δεν ήταν σωστό να τον αφήσω μόνο του, το ίδιο θα έκανε και η Νάντια για τους δικούς μου φίλους. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι είχα τόσα κοινά βιώματα και τόσα πολλά πράγματα να συζητήσουμε..Η ζωή στο μικρό νησί..πόσο απολυτα μπορούσα να τον καταλάβω..μιλούσαμε ασταμάτητα και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε, η κοινή μας φίλη γύρισε πριν καν να το καταλάβουμε..
Την επόμενη μέρα το κινητό μου χτυπάει και στην οθόνη εμφανίζεται ένα άγνωστο νούμερο.."Έλα βρε παιδί μου, που είσαι εξαφανισμενη και σε ψάχνουμε; Ο Στάθης είμαι.." Μέσα στον ύπνο μου δεν κατάλαβα ούτε πως βρηκε το κινητό μου, ούτε τι ήθελε...
-"Τι θα γίνει με σένα; Όλη τη μέρα θα κοιμάσαι;"
Ώχουυυ τι θέλει και αυτός τώρα; Δε μου φτάνουν τα πιτσιρίκια στο σχολείο, θα έχω και αυτόν να με ζαλίζει; Μουρμούρισα γκρινιάζοντας αφού μου είχε χαλάσει τη μεσημεριανή μου σιέστα. Σηκώθηκα βαριεστημένα και για άλλη μια φορά βρέθηκα στο σπίτι της κολλητής μου με το τραπέζι στρωμένο και μια καταπληκτική μακαρονάδα που είχε φτιάξει ο φιλοξενούμενος μας για τα εργαζόμενα κορίτσια του..
Οι μέρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβουμε, με βόλτες στην μαγευτική Οία για να δούμε το ηλιοβασίλεμα, περιπάτους στα σοκάκια της Καλντέρας, μπάνια στις παραλίες του νησιού και φαγητό στις γραφικές ταβερνούλες. Και όσο οι μέρες προχωρούσαν τόσο περισσότερο νιώθαμε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια..
Το τελευταίο βράδυ στο νησί βγήκαμε όλοι μαζί..Όταν νύσταξε η Νάντια, ο Στάθης επέμενε να συνεχίσουμε για ένα ποτό, δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι..Ήταν η πρώτη φορά που μέναμε μόνοι μας, από τον πρώτο μας εκείνο καφέ..Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα..Άρχισα να τον πειράζω, λέγοντας του ότι τόσα κορίτσια γύρω του, εγώ του έκανα χαλάστρα αλλά ούτε για μια στιγμή δεν ασχολήθηκε με τον περίγυρο.. Η μουσική ήταν τόσο δυνατή του έπρεπε να έρθουμε κοντά για να ακούσουμε ο ένας τον άλλον. Τότε άρχισε να με ρωτάει για τη σχέση μου, πως η απόσταση την είχε επηρεάσει τα τελευταία 2 χρόνια. Οι ερωτήσεις του ήταν τόσο εύστοχες που ούτε εγώ η ίδια δεν είχα απάντηση να του δώσω... Άρχισα να αισθάνομαι πως κάποιος προσπαθεί να εισβάλλει στον προσωπικό μου νοερό χώρο. Είχε πλέον αρχίσει να ξημερώνει όταν ξεκινήσαμε να πάμε σπίτι. Είχα ανάγκη τη βοήθειά του..Βλέπεις δεν είναι εύκολο να περπατήσεις χαράματα, πάνω στα ψηλά σου τακούνια , στα δρομάκια της καλντέρας με τα τόσο δα πετραδάκια χωρίς να σκοτωθείς.. Στηρίχθηκα πάνω του για να φτάσω ασφαλής στο σπίτι μου..
Ο ουρανός είχε γίνει κατακόκκινος, η ανατολή πάντα με μάγευε σε αυτό το νησί και τα δικά μου μάτια έκλειναν, όταν ακούω ένα μήνυμα να φτάνει στο κινητό μου. «Ελπίζω να μη σε κούρασα σήμερα..» Μια τυπική απάντηση σκέφτηκα για να κοιμηθούμε.
-«Όχι καθόλου! Καληνύχτα!»
- «Άνοιξέ μου την πόρτα για να μη σε τρομάξω»
Ο ύπνος μου θα έπρεπε να περιμένει… Έμεινε μονάχα για 5 λεπτά, κάνοντας μια εντελώς ανούσια συζήτηση που ποτέ δεν κατάλαβα τι νόημα είχε..
Η τελευταία μέρα έφτασε και όλα ήταν κάπως… Νιώθαμε όλοι στενοχωρημένοι..Ο Στάθης θα επέστρεφε στο νησάκι του, η Νάντια θα αποχωριζόταν τον κολλητό της και εγώ γιατί ένιωθα έτσι; Δύσκολος ο αποχωρισμός. Έφυγε θυμωμένος και πάλι δεν ήξερα γιατί..
Κρατήσαμε επαφή, μιλούσαμε κάθε μέρα απαραίτητα στο τηλέφωνο..Ήξερε πότε είμαι στενοχωρημένη, πότε χαρούμενη, πότε κουρασμένη.. Μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες και όλο δενόνασταν και πιο πολύ..Άρχισαν να δημιουργούνται συναισθήματα, που καμία σχέση με φιλικά δεν είχαν..Την είχα πατήσει άσχημα.
Την ημέρα των γενεθλίων μου έλαβα μια πανέμορφη ανθοδέσμη με ορχιδέες και μια κάρτα που έγραφε μέσα πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί μου από εκείνη την εβδομάδα στη Σαντορίνη.. Εκείνο το ξημέρωμα είχε έρθει με σκοπό να με πάρει μια μεγάλη αγκαλιά και να κοιμηθούμε μαζί..Αλλά δεν το έκανε..Κόλλησε..Ξαφνικά είχαν όλα νόημα..Τα τραγούδια και οι μπλουζ χοροί στην αυλή της Νάντιας, τα πειράγματα και τα μπουγελώματα ίσα ίσα για να τον κυνηγάω γύρω από το τραπέζι, και πως τύχαινε πάντα να μοιραζόμαστε την ίδια ξαπλώστρα.. Πόσο αφελής ήμουν..Έπρεπε να το είχα καταλάβει!!
2-3 μήνες μετά βγήκε η μετάθεσή μου για την πολυπόθητη Θεσσαλονίκη..Ήξερε πόσο πολύ ήθελα αυτή τη μετάθεση..Το άκουγε κάθε μέρα..Όταν, λοιπόν, του είπα ότι σκεφτόμουν να ζητήσω απόσπαση για κανένα μικρό νησάκι- συγκεκριμένα αυτό που ήταν αυτός- δεν με άφησε να το κάνω. Ίσως γιατί μ’ αγαπούσε πολύ ίσως γιατί φοβόταν, ίσως γιατί ήξερε τη ήθελα τόσο πολύ, ίσως, ίσως, ίσως…
Επέστρεψα στην πόλη μου, ήταν δύσκολο και για τους δυό μας, δεν μπορούσα να προσαρμοστώ αν συνέχιζα να μιλάω μαζί του..Δεν ήταν εύκολο..Έχανα ένα κομμάτι της ζωής μου..Που και που μαθαίνω νέα από τη Νάντια. Είναι καλά, αν και ακόμα στο νησί έχει φτιάξει τη ζωή του, όπως και εγώ τη δικιά μου…