Αγάπη μου,
Αυτό το κείμενο είναι για σένα λοιπόν. Ναι ναι, είναι δηλωμένα για σένα. Μάλλον δεν θα το δεις ποτέ, αυτό το γράμμα παύλα κείμενο. Ίσως είναι καλύτερα να μην το δεις ποτέ.
Δεν ξέρω τι να πω. Πώς να αρχίσω. Πώς πιάνεις από την αρχή μια τόσο μεγάλη ιστορία. Όταν προκάλεσε τόσο πόνο. Όταν ξεχάστηκε τόσο γρήγορα. Η αρχή της ιστορίας που απαρνήθηκες και δεν ενδιαφέρεσαι καν να συζητήσεις. Η αρχή της ιστορίας μας.
Το έχω ξαναπεί. Η ιστορία μας ξεκίνησε με το ίδιο μας το τέλος. Κι όμως,χαμογελούσαμε και οι δυο. Γελάγαμε. Ξεχνάγαμε το νόημά τους. Θυμάσαι?
Δεν θέλεις να θυμάσαι. Δεν πειράζει. Θα θυμηθώ εγώ και για τους δυο μας.
Θυμάμαι πως δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα. Η μουσική και οι φωνές μας που ενώνονταν μιλούσαν μόνες τους. Ούτε την επόμενη φορά χρειάστηκε. Τότε έλυσε την σιωπή μας ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Σιωπή και δάκρυα που πότισαν το τσιμέντο. Μετά πόνος. Και ένα μεγάλο λευκό φεγγάρι που άργησε να βγει και μας έσπασε τα νεύρα. Θυμάσαι?
Θυμάμαι το μπαλκόνι και τα τσιγάρα. Την χιλιοπαιγμένη κιθάρα. Την ζέστη που έκανε τους τοίχους να γυαλίζουν. Τον υπολογιστή. Τις αφίσες.
Παρατήρησες κάτι? Δεν μιλάω για εσένα ακόμα. Φοβάμαι για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Πάντα όταν μιλάμε για κάτι φοβόμαστε πως οι άλλοι δεν θέλουν να μας ακούσουν. Πώς μιλάμε μόνοι μας. Αυτή την φορά ξέρω πως είμαι η μόνη που θυμάμαι. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν μπορώ να τρέχω σε άκυρους να λέω για εμάς. Είναι χαζό. Είναι ανούσιο. Δεν θα πλησιάσουμε ποτέ ο ένας τον άλλο ξανά. Μιλάω σε έναν τοίχο λοιπόν. Μόνο ο τοίχος ενδιαφέρεται πια να ακούσει για εμάς.
Θυμάμαι τα πάντα πάνω σου όμως, ναι. Την κάθε μικρή λεπτομέρια της ύπαρξης σου. Το κάθε προτέρημα και το κάθε ψεγάδι σου. Την φωνή σου. Σαν να την ακούω τώρα μπροστά μου. Η μορφή σου είναι θολή πια δυστυχώς, για αυτό δεν γράφω για εκείνη. Χάνεται όσο περνά ο χρόνος. Και μένει μόνο η ιστορία μας.
Θυμάμαι τι είπαμε. Θυμάμαι τα βαριά λόγια που ανταλλάξαμε. Πειράζει που δεν τα μετάνιωσα? Σε τέτοιες στιγμές δεν μπορείς να μετανιώσεις κάτι. Πρέπει να βγάλεις ότι νιώθεις από μέσα σου. Τα πάντα. Και μετά να χαμογελάσεις με ανακούφιση όταν δεις ότι έχουν ανταπόκριση. Και όταν δεν μπορούσα να πω τίποτα? Θυμάσαι? Με πλημμύριζαν τόσα πράγματα που επιβαλλόταν η σιωπή στα χείλια μου. Και τότε σε έσφιγγα και σου έλεγα να μην φύγεις. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
Θυμάσαι το κρύο? Τον αχνό που φτιάχναν οι ανάσες μας? Τον ζεστό καφέ? Εκείνη την μέρα που χιόνισε στο σχολείο? Τους καβγάδες στο τηλέφωνο? Εκείνη την αγκαλιά που ήταν το φάρμακο για οποιαδήποτε αποτυχία?
Δεν χρειαζόμασταν κανέναν θυμάσαι? Όταν βρισκόμασταν μαζί με φίλους ανταλλάσαμε χαμόγελα συμβολικά. Σαν να υπήρχαμε μόνο ο ένας για τον άλλο. Είμασταν εμείς και ο κόσμος. Και τα όνειρά μας, τα δάκρυά μας. Όλα κάναν κύκλους σε αυτό το δωμάτιο. Τόσες πολλές φορές. Οι άλλοι ήταν απλά κομπάρσοι στην ταινία μας. Χέρι-χέρι θα ανακαλύπταμε τον κόσμο. Θυμάσαι?
Δεν κατάλαβα ποτέ ποιός παρέδωσε πρώτος τα όπλα. Ποιός άφησε πρώτος τους κομπάρσους αυτούς να μπουν ανάμεσά μας. Ποιός αποφάσισε να κάνει βήματα έξω από τον κόσμο μας. Όταν είσαι πραγματικά ερωτευμένος, νεαρέ υπέρ των ελεύθερων σχέσεων και των χαλαρών ηθών που σε πετυχαίνω παντού στην νέα γενιά μας, υπάρχεις μόνο για τον άλλο. Δεν είναι ούτε καταπιεστικό ούτε κακό. Είναι η απόλυτη αλήθεια. Οι άλλοι παίρνουν δεύτερο ρόλο στην ζωή σου, και ας γκρινιάζουν. Ο έρωτας σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο όλο στα μάτια του ατόμου απέναντί σου. Δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Θέλεις μόνο να είσαι μαζί του. Συνέχεια, απεριόριστα, αιώνια. Μην πας να εξηγήσεις τον έρωτα μικρέ μου. Θα φας άσχημα τα μούτρα σου πίστεψέ με.
Ναι λοιπόν εγώ το έκανα. Εγώ τα παράτησα πρώτη. Δεν ξέρω γιατί. Ήμουν μικρή και ανώριμη? Γιατί τώρα μεγάλωσα ξαφνικά? Δεν μπορώ να βρω μια εξήγηση. Από την στιγμή που έκανα το βήμα έξω από τον κόσμο που είχαμε χτίσει οι δυο μας, όλα γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος. Φέρθηκα απαίσια, ναι. Ένα συγγνώμη δεν θα ξεπληρώσει ποτέ τα λάθη μου και το ξέρω. Δεν έχω αυτόν τον σκοπό. Ξέρω πως πλέον δεν υπάρχω ούτε στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού σου. Ξέρω όμως επίσης πως είσαι καλά και είσαι χαρούμενος. Αυτό μου αρκεί. Με τι θράσος να ζητήσω συγγνώμη? Όχι. Ας κρατήσει όσο καιρό θέλει η τιμωρία μου. Αυτό το λάθος θα το καταπιώ μέχρι το τέλος, όσο άσχημη γεύση και να έχει.
Ήμασταν 16 χρονών. Κάθε φορά που το συνειδητοποιώ γελάω με το τραγικό της κατάστασης. Ίσως και βαθιά μέσα μου, να δικαιολογώ λίγο τον εαυτό μου. Ίσως. Δεν ξέρω πια.
βλακεια έκανα πάλι? Δεν έπρεπε λες να τα γράψω αυτά ε?
Μα πρέπει να γραφτούν κάπου, έτσι δεν είναι? Για αυτό υπάρχουν οι ιστορίες. Για να τις λες και να νιώθεις τις λέξεις να πλέκουν ξανά εκείνη την μαγεία που διαπερνούσε τότε την κάθε στιγμή. Και να μεταδίδεις με προτάσεις και ρήματα αυτή την μαγεία σε άλλους. Και να σε γεμίζει τόση αγάπη και τόσος πόνος ταυτόχρονα, που στο τέλος να χαμογελάς εξαντλημένος και να χαίρεσαι που έζησες κάτι τέτοιο. Να το κρατάς μέσα σου σαν φυλαχτό. Να σε φωτίζει και να σε οδηγεί παρακάτω.
Γιατί κάθε ιστορία γεννιέται για να ειπωθεί.