Γνωριστήκαμε πριν 1,5 χρόνο περίπου. Ήμουν 20 χρονών και ήθελα να βρω δουλειά. Πήγα λοιπόν σε μια καφετέρια, μίλησα με το αφεντικό, διάβασε το βιογραφικό μου και μου είπε να περάσω για δοκιμαστικό. Την ημέρα του δοκιμαστικού με το που μπαίνω στην κουζίνα πιάνω εκείνον νε με κοιτάει επίμονα, με την πρώτη ματιά, που μου έριξε κατάλαβα ότι του άρεσα. Αυτό, που σκέφτηκα κατευθείαν, ήταν να μη δουλεύουμε τις ίδιες ώρες, ώστε να μην αντιμετωπίσω προβλήματα στη δουλειά μου. Τελικά, δουλεύαμε μαζί. Στην αρχή με εκνεύριζε αρκετά, διότι το έπαιζε υφάκι, αλλά μετά άρχισε να γίνεται πιο ομιλητικός και καλός. Γελούσαμε πολύ και συνέχεια ήθελε να μου αποσπά την προσοχή, με πείραζε και τον πείραζα, κάποιες φορές μιλούσε και με υπονοούμενα. Όταν δουλεύαμε μαζί η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα και ευχάριστα.
Στην αρχή τον έβλεπα φιλικά, μου φαινόταν πολύ «αγόρι», ώστε να το δω ερωτικά, ώσπου μια μέρα κατάλαβα ότι άρχισα να τρέφω συναισθήματα για εκείνον, νευρίασα όταν τον αμφισβητούσαν ορισμένοι και στεναχωριόμουν, όταν δεν είχε διάθεση. Εκείνος με κατάλαβε. Συνεχίζαμε να μιλάμε και στη δουλειά και σχεδόν κάθε βράδυ στο fb. Περίμενα πώς και πώς να περάσει η εβδομάδα, για να τον ξαναδώ (δούλευα 3 φορές την εβδομάδα). Ήθελα να μαθαίνω πράγματα για εκείνον, αν και αυτός δε μου έλεγε πολλά και κάθε φορά, που το ρωτούσα να μου πει από πού είναι με απέφευγε και δεν ήξερα το λόγο.
Μετά από πολύ παιχνίδι και φλερτ, συζητούσαμε για το αν θα βρεθούμε και πότε. Ενώ, όμως, μου έλεγε συνέχεια ότι θα βγούμε, αυτό δε γινόταν ποτέ. Εκείνο το διάστημα άρχισα να νιώθω μπερδεμένη. Από τη μία μου έλεγε ότι του αρέσω, ότι δεν παίζει μαζί μου κι ότι διαφέρω από πολλές κοπέλες και από την άλλη ποτέ δεν κανονίζαμε κάτι. Γινόμουν καχύποπτη. Σκεφτόμουν ότι ίσως να ήθελε μόνο να περάσει καλά μαζί μου, γι’ αυτό αποφάσισα να του στείλω ένα μήνυμα, που να δείχνει ότι κι εγώ ήθελα κάτι τέτοιο. Δε μου απάντησε. Λογομαχούσαμε αρκετές φορές. Κάποια μέρα στη δουλειά μαθαίνω από συναδέλφους ότι δεν είναι από την Ελλάδα και αμέσως πήγα να το ρωτήσω να δω τι θα μου απαντήσει. Με απέφυγε με χιούμορ κι εγώ του είπα «δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το λες». Φάνηκε να τον ενόχλησε. Από εκείνη τη μέρα έγινε πιο επιθετικός, εξακολουθούσαν, όμως, να υπάρχουν μέρες, που ήμασταν καλά. Στεναχωριόμουν με τον τρόπο, που μου μιλούσε ορισμένες φορές και δεν ήθελα να πιστέψω ότι το έκανε για λόγους καταγωγής. Άθελά μου γινόμουν κι εγώ επιθετική. Στη δουλειά τον έπιανα να με κοιτάει. Υπήρχαν μέρες, που χαιρόμουν όταν ήταν δίπλα μου κι άλλες, που ήθελα να φύγω. Έπειτα από πέντε μήνες περίπου παραιτήθηκα. Δεν ήθελε να φύγω, το κατάλαβα από την αντίδρασή του, αν και ποτέ δε μου το είπε. Δεν παραδεχόταν κάποια πράγματα και λίγες ήταν οι φορές, που ήταν γλυκός μαζί μου. Μετά από ένα μήνα βγήκα με την παρέα του σε ένα κλαμπ. Ήταν κι αυτός εκεί. Με κοιτούσε συνέχεια κρυφά, αλλά δε μου μίλησε. Αφού φύγαμε, του στέλνω το βράδυ μήνυμα, αλλά δεν απάντησε. Τσαντίστηκα και του είπα, πως δεν άξιζε το χρόνο μου. Από εκείνη τη μέρα δεν προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του.
Έπειτα από 1,5 μήνα περίπου μου μίλησε στο fb και παραξενεύτηκα. Έλεγα κουλά πράγματα, το πιο πιθανό ήταν να ένιωθε αμήχανα. Μετά από 2-3 μέρες πέρασα από τη δουλειά, για να δω πώς θα αντιδράσει. Μου φάνηκε πολύ ανήσυχος, πηγαινοερχόταν σαν παλαβός και δε με κοιτούσε στα μάτια. Όταν πήγα να το χαιρετήσω, για να φύγω, φάνηκε πως περίμενε να του πω κάτι. Δεν είπα τίποτα. Μετά από 10 μέρες μου στέλνει μήνυμα για να βρεθούμε. Έρχεται βράδυ κάτω από το σπίτι μου και πήγε να με φιλήσει. Απομακρύνθηκα και το ρώτησα τι ήθελε μετά από 2 μήνες. Δε μου απάντησε ξεκάθαρα. Τελικά, φιληθήκαμε. Κάθισα μαζί του μια ώρα κι όταν γύρισα σπίτι ήμουν πολύ χαρούμενη. Δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ξαναβρεθήκαμε, τη δεύτερη φορά ήρθαμε πιο κοντά. Μετά την Τρίτη συνάντησή μας εξαφανίστηκε και δεν απαντούσε στα μηνύματά μου. Μετά από 2 μήνες περίπου μου στέλνει μήνυμα ζητώντας μου συγγνώμη για όλα κι ότι ήθελε να με ξαναδεί. Αρχικά, αρνήθηκα (μάλλον από εγωισμό), αλλά τελικά συναντηθήκαμε. Εκείνο το βράδυ, όταν μιλούσαμε δε με κοιτούσε πολύ στα μάτια, μου φαινόταν πολύ μαζεμένος, κάτι το οποίο δε συνήθιζε να είναι. Άρχισε να με ρωτάει διάφορα πράγματα, όπως αν θα φύγω, όταν αποφοιτήσω. Ήταν πολύ μελαγχολικός και ενώ το ρωτούσε τι έχει, εκείνος απαντούσε με ένα «τίποτα». Κάποια στιγμή πήγε να πει κάτι άλλα το μετάνιωσε. Το πιο παράξενο, όμως, ήταν όταν με πήρε μια σφιχτή αγκαλιά και μετά από λίγα δευτερόλεπτα απομακρύνθηκε απότομα. Όταν με γύρισε σπίτι, το ρώτησα αν θα ξαναβρεθούμε και μου είπε ναι. Μέσα μου, όμως, κατά βάθος ήξερα ότι δε θα ξαναρχόταν, πήγα να κλάψω, αλλά συγκρατήθηκα. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά δεν τα κατάφερα.
Ποτέ δεν κατάλαβα, αν αισθανόταν κάτι για ‘μένα ή απλά ήθελε να παίξει μαζί μου και υποκρινόταν. Δεν του κρατάω κακία και δεν τον κατηγορώ. Του εύχομαι να είναι καλά και ευτυχισμένος. Ο καθένας, άλλωστε, στη ζωή του κάνει τις επιλογές του.