Ίσως ακουστεί γελοίο, αλλά γνωριστήκαμε μέσω facebook. Σχολιάσαμε και οι δύο σε status κοινής μας φίλης και αρχίσαμε τα pokes. Poke αυτός, poke εγώ, να προσπαθώ να τον ρίξω. Το αίτημα φίλιας δεν άργησε να έρθει και το ίδιο βράδυ αρχίσαμε να μιλάμε στο chat. Ήταν καλοκαίρι θυμάμαι.. Διακοπές αυτός, διακοπές εγώ.. Η συνομιλία μας κράτησε ένα μόνο βράδυ και ομολογουμένως δεν ασχολήθηκα περαιτέρω.
Ένας παντελώς άγνωστος, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, που ανταλλάξαμε δυο κουβέντες στο internet. "Ποιο το νόημα να ασχοληθώ;" σκέφτηκα.
Και για να είμαι ειλικρινής, γιατί να ασχοληθώ με κάτι το οποίο περιγελούσα; Γνωριμίες μέσω facebook και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης.. Πόσες φορές είχα εκφράσει την αντίθεση μου προς αυτά.
Παρόλα αυτά ο Γιώργος είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό μου. Ίσως δεν το `χα συνειδητοποιήσει εκείνη την στιγμή αλλά είναι αλήθεια. Ενθουσιασμός όταν έβλεπα ειδοποιήσεις του, όταν έβλεπα ότι απλά ήταν καλά. Ενθουσιασμός για έναν άγνωστο με το οποίο είχα "μιλήσει" μία μόνο φορά.
Πρέπει να είχαν περάσει τρεις βδομάδες από αυτή μας τη βραδινή συζήτηση, όταν -παρορμητικά θα `λεγα- τον ξανα"σκούντηξα". Σύντομα μου έστειλε και αρχίσαμε να μιλάμε.
Ακόμα διακοπές και οι δυο μας, με εμένα να βρίσκομαι στην άκρη του κόσμου, κλεισμένη στο σπίτι και αυτόν στο νησί που `χε πάει για το καλοκαίρι.
Πλέον μιλούσαμε καθημερινά. Είτε στο τηλέφωνο, είτε με μηνύματα, είτε ακόμα και στο facebook. Είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς μου. Η χαρά που ένιωθα όταν ξυπνούσα και έβλεπα την "Καλημέρα" του στη μικρή οθόνη του κινητού μου ήταν απλά απερίγραπτη. Αισθανόμουν ότι είχαμε ξεφύγει από την έννοια των απλών γνωστών, ακόμα και των φίλων. Έβγαινε έξω και με έπιανε άγχος για το αν θα είναι καλά, αν θα είναι κουρασμένος στη δουλειά, αν αργότερα που θα βγει θα είναι μόνος ή με φίλους.. Και αυτός όταν έβγαινα με φίλους μου καταλάβαινα ότι ζήλευε. Το ήξερα από τον τόνο της φωνής του. Ίσως να μην τον είχα συναντήσει πότε, ούτε αυτός εμένα αλλά ήξερα πως υπήρχε κάτι παραπάνω, έπρεπε να υπήρχε.
Στο μεταξύ, σταδιακά, μιλούσαμε όλο και πιο γλυκά ο ένας στον άλλον, πιο τρυφερά. Ήμασταν σε σχέση χωρίς να το ξέρουμε. Απλά υπήρχε και ήταν εκεί. Και οι δύο το βλέπαμε. Τα βράδια μιλούσαμε μέχρι αργά. Μου έλεγε πόσο θα ήθελε να ήταν δίπλα μου, απλά να μ` έχει αγκαλιά. Εγώ κατακόκκινη δειλά απαντούσα, με χαμόγελο που έβαζε σε υποψίες ακόμα και τον σκύλο μου. Και εγώ το ήθελα. Ήθελα επιτέλους να τον δω, να συνατήσω αυτόν τον περίεργα ελκυστικό και τρελό άγνωστο που επί τρεις βδομάδες ήταν το οξυγόνο μου, μέρος της καθημερινότητάς μου, η γλυκιά "Καλημέρα" μου.
Κανονίσαμε λοιπόν όταν και οι δύο θα ήμασταν Αθήνα να συναντηθούμε και από κοντά. Έτσι κι έγινε. Πεπεισμένη ότι δε θα του αρέσω πήγα στο ραντεβού μας. Αυτός μόλις είχε έρθει από το νησί, τακτοποιήθηκε και ήρθε να με συναντήσει.
Τόσες αναπαραστάσεις στο μυαλό μου για το πως θα ήταν, τι θα γινόταν, που, πόσο, γιατί και πως σβήστηκαν όταν τον είδα.
Δεν ήταν η εμφάνιση που με προσέλκυσε αλλά αυτό το χαζό χαμόγελο που είχε όταν με είδε που με καθησύχασε. Όλα θα πήγαιναν καλά και αν όχι, it`s ok.
Φιληθήκαμε σταυρωτά και πήγαμε προς την καφετέρεια δίχως να ανταλλάξουμε κουβέντα. Μια σιωπή τόσο αμήχανη αλλά και γεμάτη προσδοκίες. Προσδοκίες οι οποίες μέχρι το τέλος της βραδιάς επιβεβαιώθηκαν. Πλέον ήμασταν μαζί.
Την επόμενη άνοιξε το σχολείο, τάξη 3η Λυκείου, όμως εγώ ανεπηρέαστη με ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη δεν πτοήθηκα. Όλα θα πάνε καλά.
Και όντως, πήγαν.. Για μία περίπου εβδομάδα. Βγήκαμε άλλες δύο φορές, δύο φορές υπέροχες, αξέχαστες, τόσο γλυκές και γεμάτες τρέλα. Με κοίταζε και μπορούσα να δω τα μάτια του να λάμπουν. Δεν ήταν ιδέα μου. Με ήθελε. Πραγματικά.
Με κοίταζε χωρίς λόγο, μου κρατούσε το χέρι, με έπαιρνε αγκαλιά , με φιλούσε.. Μου λέγε ότι με θέλει κι εγώ σαν μικρό παιδάκι που πρώτη φορά βλέπει κάτι τόσο απίστευτα μαγικό, φοβήθηκα. Δείλιασα ίσως είναι η πιο σωστή λέξη. Το χαμόγελο στα χείλη μου σίγουρα διέψευδε τους φόβους μου οι οποίοι δεν άργησαν να εκδηλωθούν.
Άθελα μου απομακρύνθηκα, προσπαθούσα να μη δεθώ, χωρίς να χω συνειδητοποιήσει ότι αυτό είχε ήδη συμβεί. Ήμουν ερωτευμένη αλλά άργησα να το καταλάβω. Σκέψεις του στιλ ότι ως μεγαλύτερος θα χει άλλες ανάγκες από `μενα στράφηκαν εναντίον μου. Τον προκάλεσα και με επιβεβαίωσα. Δημιούργησα την αφορμή που ήθελα για να απομακρυνθώ. Δεν έφταιγε αυτός, σε καμία περίπτωση. Όταν δείχνεις ότι θέλεις να γίνει κάτι και γίνεσαι το δόλωμμα εσκεμμένα πώς μπορείς να κατηγορήσεις τον άλλον ότι τσίμπησε; Ότι δεν ήταν αυτός εντάξει;
Απογοητευμένη από τις φαινομενικά επιβεβαιωμένες εικασίες μου και εικασίες φίλων (να τα λέμε και αυτά) αποφάσισα να το τελειώσω. Δίχως λόγο δίχως αιτία. Στράφηκα ενατίον του. Στην αρχή θυμός, νεύρα. Οι επιδόσεις μου στο σχολείο έκαναν βουτιά στο κενό. Στη συνέχεια θυμός προς εμένα που δεν το έζησα στο έπακρο.
Νοιαζόταν και τον διέψευσα γιατί φοβόμουν. Κι όμως, αυτός απ` την πλευρά του με την αδιαφορία του τις επόμενες μέρες με επιβεβαίωνε. Εγώ τον ήθελα. Τον θέλω. Αυτό είναι αλήθεια. Και το ξέρω.
Και το ξέρει, αφού μερικές βδομάδες μετά από μερικά άσκοπα pokes και likes στο facebook, εκεί που όλα άρχισαν, αποφάσισα να του στείλω δίχως να λάβω όμως μια ξεκάθαρη απάντηση για το τι συμβαίνει από την πλευρά του. Χαιρόταν που αισθανόμουν έτσι, το καταλάβαινα, έμμεσα το έλεγε αλλά γιατί να μην μου το πει ξεκάθαρα; Γιατί όχι; Γιαί να μου δίνει ελπίδα; "Δεν έχουμε συγχρονισμό", του ειπα μια μέρα. Αυτός απλά έστειλε μια στραβομουτσουνιαμσένη φάτσα :/ τίποτα άλλο. Είπαμε να βγούμε κιόλας και τότε οι ελπίδες μου αναζωπυρώθηκαν. Ίσως.. ίσως το κεφάλαιο αυτό έχει συνέχεια.
Όμως όχι. Έπειτα από λίγες μέρες αφού είχα απορρίψει πρόταση του να βγούμε γιατί είχα κανονίσει ήδη, διαπίστωσα χάρη στο ρουφιάνο του internet ότι είναι σε σχέση. Έξι μέρες αφού τελειώσαμε πριν καλά καλά αρχίσουμε είχε βρει την επόμενη. Και το μόνο που μου είχε αφήσει ήταν η ελπίδα. Σταμάτησα τα pokes που αδιάκοπα από το καλοκαίρι ήταν κάτι "δικό μας" και μπλόκαρα τις ενημερώσεις του, ώστε να παραμείνει ο άγνωστος που κάποτε ήταν. Ώστε να μη σκέφτομαι τα λόγια παρηγοριάς εκείνα τα ατελείωτα βράδια στο τηλέφωνο, τους τσακωμούς, την ένταση και τον πόθο που υπήρχε. Τουλάχιστον αυτά που εγώ είχα την ψευδαίσθηση ότι υπήρχαν.
Δε θα ήταν εύκολο, αλλά θα άξιζε. Είχε πληγωθεί στο παρελθόν και ίσως τον πλήγωσα κι εγώ. Ίσως ήθελε απλά να περάσει την ώρα του και άργησα να το καταλάβω. Δεν το ξέρει, όμως με πλήγωσε και αυτός.
Παρόλα αυτά εγώ είμαι εδώ. Και ίσως να μην υπάρχει αύριο για μας, αφού δεν υπάρχει καν σήμερα. Αλλά το μικρό αυτό κεφάλαιο, που τόσο ωραία γράφτηκε πριν καλά καλά αρχίσει, οφείλει να συνεχιστεί. Όχι τώρα, ίσως στο μέλλον. Και όχι για να μεγαλώσει απαραίτητα, απλά για να του δοθεί το τέλος που του αρμόζει. Γιατί η σπίθα υπήρχε, το γνωρίζουμε και οι δύο. Το θέμα είναι ότι δεν πρόλαβε να γίνει η φλόγα που περιμέναμε. Αντιθέτως παρέμεινε σπίθα. Μια σπίθα που ακόμα προσπαθώ να κατευνάσω.
Μπουφάκο, μπορεί να σε ξέρω λίγο, μα ο έρωτας δεν κρύβεται. Ήμουν ψυχρή, απόμακρη, λάθος μου. Κάποτε μου προσέφερες αυτό το γλυκό χαμόγελό σου, πλέον μόνο αδιαφορία. Εγώ όμως θα είμαι εδώ, και θα περιμένω απλά και μόνο γιατί τελειώσαμε πριν ακόμα αρχίσουμε. Μόνο αν θες εμένα.. εμέ- να, -ν -α..